καρακάξα

καρακάξα
pie

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • καρακάξα — η 1. το πουλί κίσσα η μακρόουρη: Οικυνηγοί δε σκοτώνουν τις καρακάξες. 2. γυναίκα άσχημη και γλωσσού: Μη δίνεις απάντηση σ αυτή την καρακάξα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρακάξα — η 1. το πουλί κίσσα 2. μτφ. (για γυναίκες) η άσχημη και γλωσσού, ασχημογυναίκα, στρίγγλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < καρα * + κίσσα. Η ετυμολ. όμως αυτή παρουσιάζει σοβαρά φωνητικά προβλήματα. Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για ηχομιμητική λ …   Dictionary of Greek

  • ανακραγγάνω — ἀνακραγγάνω και ἀνακραγγαίνω (Α) ανακράζω, κραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + *κραγγάνω < κραγγών «καρακάξα»] …   Dictionary of Greek

  • κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ …   Dictionary of Greek

  • πίκα — (I) η, Ν 1. το πείσμα, ο θυμός (α. «μού μίλησε με πίκα» β. «τό κάνε από πίκα») 2. πείραγμα 3. φρ. «ντάμα πίκα» α) η ντάμα μπαστούνι β) ως κύριο όν. τίτλος ὁπερας τού Τσαϊκόφσκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piccα «αιχμή»]. (II) η, Ν ζωολ. 1. η καρακάξα 2 …   Dictionary of Greek

  • χαλκοκαρακάξα — η, Ν η χαλκοκουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + καρακάξα] …   Dictionary of Greek

  • Αλκοθόη ή Αλκιθόη — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Μινύα, που προκάλεσε τον θυμό του Διονύσου, επειδή έμεινε στο σπίτι με τις αδελφές της Λευκίππη και Αριστίππη και ύφαινε, ενώ οι άλλες γυναίκες πανηγύριζαν τον θεό. Ο Διόνυσος τις έκανε μανιακές και βγήκαν στα βουνά,… …   Dictionary of Greek

  • Λιδωρίκης, Μιλτιάδης — (Αθήνα 1871 – 1951). Θεατρικός συγγραφέας. Αρχικά ασχολήθηκε με την πολιτική, διατελώντας διευθυντής της Βουλής και βουλευτής Δωρίδας (1906 10). Υπήρξε ένας από τους ιδρυτές και διευθυντής της Εταιρείας του Ελληνικού Θεάτρου, οι παραστάσεις της… …   Dictionary of Greek

  • caragaţă — CARAGÁŢĂ, caragaţe, s.f. (ornit.) Coţofană. ♦ fig. (fam.) Femeie vorbăreaţă. ♦ expr. (fam.) A face caragaţe = a face glume (pe socoteala cuiva); a umbla cu păcăleli. [var.: garagáţă s.f.] – Din ngr. karakáxa …   Dicționar Român

  • κίσσα — η καρακάξα: Το κρέας της κίσσας δεν τρώγεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”